Όσο πιο βαθύτερο είναι το λεγόμενο engagement στην πολιτική επικοινωνία, τόσο πιο στενοί διατηρούνται οι δεσμοί μεταξύ πολιτικού και πολίτη και ταυτόχρονα σφυρηλατούνται σχέσεις εμπιστοσύνης (trust) μεταξύ των δύο πλευρών.
H θεωρητική αυτή παράμετρος αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία από τη στιγμή που η δημιουργία ανθεκτικών διαύλων επικοινωνίας με το κοινό, μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα και ως ένας ανθεκτικός αποτρεπτικός μηχανισμός, για όσους εκμεταλλευόμενοι το ευρύτερο δυσμενές πολιτικό κλίμα και τα αναρίθμητα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, επιχειρούν μέσα από ένα λαϊκίστικο και ακραίο αφήγημα να προσελκύσουν την κοινή γνώμη. Τα άκρα καραδοκούν από άκρη σε άκρη.
Οι παρούσες συνθήκες τους έχουν αφήσει πολλά περιθώρια. Όπως, εξάλλου, αποκαλύπτεται από τις μετρήσεις κοινής γνώμης και τα αποτελέσματα πρόσφατων εκλογικών διαδικασιών, το έχουν ήδη πετύχει σε πολλές χώρες της Ε.Ε. Η Ευρώπη διανύει μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, με την ηγεσία της να βρίσκεται μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις για την επόμενη κρίσιμη ομολογουμένως πενταετία.
Η επένδυση στο χτίσιμο μιας βαθύτερης επικοινωνίας με την κοινή γνώμη με βασικό παρονομαστή τη συμμετοχή, την ειλικρίνεια και την αλληλεπίδραση συνιστά για πολλούς ερευνητές και άλλους αναλυτές της ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας μονόδρομο. Η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης ήταν ένα πρώτο βήμα, αλλά ανάλογες πρωτοβουλίες χρειάζεται απαραιτήτως να έχουν συνέχεια.
Η κοινωνία βρίσκεται σε βέρτιγκο από τις συνεχείς κρίσεις και τη δύσκολη καθημερινότητα. Για να μην πέσει λοιπόν στην παγίδα των ακραίων πολιτικών, χρειάζεται να διαμορφωθεί μια νέα κουλτούρα συμμετοχικότητας, η οποία θα λειτουργήσει και ως μια ομπρέλα προστασίας.
Πριν από λίγα εικοσιτετράωρα, ο αρθρογράφος του Politico Europe Jamie Dettmer έγραψε πολύ εύστοχα ότι «μόνο η σύνδεση με τους ψηφοφόρους μπορεί να σταματήσει το λαϊκιστικό ρεύμα της Ευρώπης Υπάρχει μια αυξανόμενη αντίδραση που έχει τις ρίζες της στη συνολική απόγνωση, που επιδεινώνεται από την αντίληψη πολλών ψηφοφόρων ότι τα παράπονά τους αποσιωπώνται». Η άποψη αυτή βρίσκει πολλούς υποστηρικτές σε ακαδημαϊκό και τεχνοκρατικό επίπεδο, όπου αναζητούνται πλέον νέες πρακτικές αποτελεσματικής επικοινωνίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση του 2030.
Τα άκρα ποντάρουν κατά κύριο λόγο στο φόβο, στην ημιμάθεια, στη χειραγώγηση των συνειδήσεων. Γι’ αυτό και η απάντηση των πολιτικών δυνάμεων, που πιστεύουν στο κοινό ευρωπαϊκό όραμα και έχουν την ιστορική ευθύνη για τη διαφύλαξη των βασικών χαρακτηριστικών αυτού του οικοδομήματος που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση, επιβάλλεται να είναι «περισσότερη Ευρώπη», «αυξημένη επικοινωνία» και «μεγαλύτερη συμμετοχή». Πρόκειται για μία προσέγγιση που όσο πιο γρήγορα υιοθετηθεί, τόσο ευκολότερα θα λειτουργήσει ως κυματοθραύστης των επιδιώξεων των νοσταλγών του παρελθόντος.