Αυτό που είναι αποδεδειγμένο είναι πως στην Ελλάδα το κόστος των πωλούμενων ανεβαίνει τεχνηέντως από τις ίδιες τις εταιρείες, έτσι ώστε να δικαιολογούν τις αυξήσεις στις τιμές λιανικής. Ποιες είναι οι συνηθέστερες πρακτικές; Οι μητρικές επιβάλλουν στις θυγατρικές τους πολύ υψηλά δικαιώματα χρήσης των σημάτων (royalties), οι θυγατρικές αγοράζουν από τις μητρικές σε υψηλές τιμές προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και επίσης οι μητρικές δανείζουν τις θυγατρικές με πολύ υψηλά επιτόκια. Κάτι που κανονικά πρέπει να εντοπίζεται στο πλαίσιο των ελέγχων –ελέγχων φορολογικών– για τις ενδοομιλικές συναλλαγές.
Καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις πολυεθνικών εταιρειών να τιμολογούν υψηλότερα τα προϊόντα τους στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες διαδραματίζει το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις αποτελούν ολιγοπώλια, δεν υπάρχει δηλαδή στην πραγματικότητα μεγάλος ανταγωνισμός, δεν υπάρχει σημαντική εγχώρια παραγωγή, ενώ σε κάποιες κατηγορίες είναι πολύ χαμηλή η διείσδυση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι κατηγορίες των απορρυπαντικών και του βρεφικού γάλακτος.
Για παράδειγμα: Μεγάλη πολυεθνική εταιρεία, που δραστηριοποιείται στον κλάδο των καταναλωτικών προϊόντων και στην Ελλάδα έχει παρουσία με θυγατρική εταιρεία, δαπανά κάθε χρόνο πολύ μεγάλα ποσά για το μάρκετινγκ των προϊόντων της. Ωστόσο, οι δαπάνες αυτές εμφανίζονται μόνο στις οικονομικές καταστάσεις της θυγατρικής στην Ελλάδα, ωσάν η εγχώρια αγορά να είναι του μεγέθους της… κινεζικής. Τι πετυχαίνει με αυτό το κόλπο; Εμφανίζοντας υψηλές δαπάνες για το μάρκετινγκ στις οικονομικές καταστάσεις της θυγατρικής στην Ελλάδα, μειώνει τεχνητά τα κέρδη ή παρουσιάζει ακόμη και ζημίες, με συνέπεια να φορολογείται λιγότερο. Ταυτόχρονα, εμφανίζοντας υψηλό κόστος λειτουργίας, αποκτά το κατάλληλο άλλοθι ώστε να υπερτιμολογεί τα προϊόντα στην Ελλάδα.