Εδώ και καιρό οι δυτικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν μια παρατεταμένη κρίση νομιμοποίησης, που οφείλεται στην κατάρρευση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου παράλληλης ανάπτυξης της οικονομίας και του κράτους πρόνοιας. Η επικράτηση της νεοφιλελεύθερης αφήγησης έχει καταστήσει κοινής σχεδόν αποδοχής τον ισχυρισμό ότι οι «υπέρογκες» κοινωνικές παροχές και φόροι και οι υψηλοί και «άκαμπτοι» μισθοί δυσχεραίνουν την πρόσληψη νέων εργαζομένων, δεν επιτρέπουν την ευελιξία της αγοράς και, επομένως, βλάπτουν τον βασικό στόχο της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Παρά τις επιμέρους θεσμικές παραλλαγές, η γενική τάση συνίσταται στον περιορισμό της δημόσιας κοινωνικής πολιτικής στο ελάχιστο minimum, στη συγκέντρωση των παροχών σε όσους βρίσκονται σε ακραία ανάγκη και την εκχώρηση των υπόλοιπων κοινωνικών υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα.
Η κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δεν υπονομεύει μόνον τις κοινωνικές παροχές, αλλά αποδιοργανώνει το όλο σύστημα οργάνωσης και αναδιανομής του κεϊνσιανού παραδείγματος: σημαντική μείωση της προοδευτικής φορολογίας, περιθωριοποίηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των εργατικών σωματείων, αμφισβήτηση των συλλογικών πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως αυτά της απεργίας και του συναθροίζεσθαι. Η αντιμεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου συνιστά το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής των διαρθρωτικών αλλαγών του νεοφιλελευθερισμού και, για το λόγο αυτό, το κατεξοχήν πεδίο ανατροπής των δομών του κοινωνικού κράτους: υπονόμευση των εγγυήσεων του ατομικού και συλλογικού εργατικού δικαίου, στασιμότητα των μισθών, εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια και, εν τέλει, αντικατάσταση μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού από το σύγχρονο «πρεκαριάτο».
Οι επιπτώσεις της αντιμεταρρύθμισης αυτής, όμως, δεν αφορούν μόνον τον τομέα της οικονομίας και της εργασίας, αλλά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, του πολιτικού συστήματος και της εν γένει βιοπολιτικής. Ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός έχει εγκαταλείψει προ πολλού κάθε σκέψη δημοκρατικού, πολιτικού ελέγχου του χρηματιστηριακού Φρανκεστάιν. Διαμορφώνει παγκόσμια μία νέα θεσμική (αν)ισορροπία, με την προϊούσα αποδυνάμωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, τον περιορισμό της αυτονομίας και των περιθωρίων άσκησης πολιτικής των εθνικών κυβερνήσεων και την επιβολή πολιτικών από εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση και κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Ο παραμερισμός της δημοκρατίας και η υποβάθμιση των κοινωνικών δικαιωμάτων συνεπάγεται, αναπόφευκτα, την προσβολή των ατομικών ελευθεριών και της προσωπικότητας του πολίτη, με την προώθηση μορφών δομικής και πολιτισμικής βίας και πρότυπό της έναν αναδιατυπωμένο κοινωνικό δαρβινισμό. Όπως παρατηρεί ο P. Bourdieu , όταν εξασθενεί το αριστερό χέρι του κράτους, αυτό που παρέχει υπηρεσίες και δικαιώματα, μοιραία ενισχύεται το δεξί, αυτή της καταστολής και της κανονικοποιημένης βίας κατά των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα αυτής της ανατροπής είναι το σύνολο των κερδών από την άνοδο της παραγωγικότητας να ωφελεί μόνο το 1% του πληθυσμού, ενώ η μεσαία τάξη φτωχοποιείται και οι κοινωνικές ανισότητες εκτοξεύονται σε επίπεδα που δεν είχε ξαναδεί η ανθρωπότητα μετά το κραχ του 1929. Ακόμη και στις εύπορες χώρες, το 60% του πληθυσμού έχει σημαντικά μικρότερο πλούτο από το πλουσιότερο 10%. Επιπλέον, το πλουσιότερο 10% έχει ένα εισόδημα σχεδόν εννέα φορές μεγαλύτερο από το φτωχότερο 10%. Ακόμη πιο θεαματικό είναι το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των υπερπλούσιων και των υπολοίπων σε πλανητικό επίπεδο: Μεταξύ 1980 και 2015 το μέσο πραγματικό εισόδημα του πλουσιότερου 0,01% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 322%, ενώ το εισόδημα του φτωχότερου 90% έχει μείνει στάσιμο, με αύξηση του εισοδήματος του της τάξης μόλις του 0,003%. (βλ. σχετικά Γ. Κατρούγκαλου, Ανελεύθερη Δημοκρατία και Αντιδημοκρατικός Φιλελευθερισμός, Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τ. 46, 2020, σελ. 1-17.)
Η κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, όπου δεν οργανώνεται ένα αποτελεσματικό (δηλαδή πειστικό) μέτωπο αμφισβήτησης και ανατροπής των παγιωμένων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, μετασχηματίζεται σε κρίση της ίδιας της πολιτικής. Συμπτώματα της κρίσης αυτής δεν είναι μόνον η μείωση της συμμετοχής στις εκλογές αλλά και η γενικότερη απαξίωση κάθε συλλογικής δράσης και η στροφή στις ατομικές λύσεις και τις χαμηλές προσδοκίες. Οι νέες σχέσεις βιοπολιτικής παράγουν ταυτόχρονα ένα νέο υποκείμενο, ένα φοβισμένο εργαζόμενο που δεν διεκδικεί, αλλά μαθαίνει να αισθάνεται ανάξιος, ελλιπής και κατώτερος απέναντι στους «αρίστους» της οικονομικής ολιγαρχίας, αλλά και ένα νέο κοινωνικό πλαίσιο, μια δυστοπική συλλογικότητα: μια «κοινωνία-νταή» , μια κοινωνία που προωθεί και αντιμετωπίζει ως φυσιολογική την ακραία ανταγωνιστική συμπεριφορά, τη βία απέναντι στους αδύναμους, τις γυναίκες και τους διαφορετικούς, μια κοινωνία που ξεχωρίζει τους πολίτες σε άξιους και ανάξιους, ανώτερους και κατώτερους.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι μοναδική ελπίδα ανατροπής του δυστοπικού αυτού μέλλοντος είναι η συνεργασία όλων των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, όπως έγινε στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία, ο Αντόνιο Κόστα είχε πολλή μεγαλύτερη πολιτική ισχύ όταν κυβέρνησε ως επικεφαλής μιας ευρύτατης αριστερής-κεντροαριστερής συμμαχίας παρά στο πλαίσιο μιας μονοκομματικής κυβέρνησης, από την οποία μάλιστα αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Η συνεργασία όμως δεν πρέπει να νοηθεί μόνον, ή κυρίως, ως πολιτική συμφωνία κορυφής, υπόθεση μόνον των επαγγελματιών πολιτικών. Είναι αναγκαίο να συγκροτηθεί ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα δίνει λύσεις στα προβλήματα μιας κοινωνίας που είναι πολύ διαφορετική από αυτή των μεταπολεμικών δεκαετιών: η συρρίκνωση της παραδοσιακής εργατικής τάξης είναι παράλληλη με την εμφάνιση νέων μορφών εργασίας, όπως αυτή των ηλεκτρονικών πλατφορμών, και τη γενίκευση των επισφαλών σχέσεων, ακόμη και για παλαιότερα σχετικά εύπορα στρώματα, όπως οι γιατροί ή οι δικηγόροι. Οι πρόσφατες εμπειρικές μελέτες στην Ευρώπη δείχνουν ότι αποτελεσματικά προγράμματα δεν είναι αυτά που φοβικά αποδέχονται την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αφήγηση, ούτε τον δεξιό λαϊκισμό, αλλά αυτά που προωθούν εναλλακτικές πολιτικές που εξασφαλίζουν τη συνεργασία περισσότερων προοδευτικών δυνάμεων. Αυτό αποτελεί αναγκαιότητα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από εκείνες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, που το εκλογικό σύστημα εξασφαλίζει την εναλλαγή στο πλαίσιο ενός παγιωμένου δικομματισμού.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Η φαινομενική παντοδυναμία του 41% υποκρύπτει μια πολύ πιο ρευστή πολιτική πραγματικότητα: ο κ. Μητσοτάκης πήρε στις εκλογές του 2023 λιγότερες ψήφους (2.115.322) από όσες είχε πάρει το 2009 ο Κ. Καραμανλής (2.295.719) όταν είχε χάσει από τον Γ. Παπανδρέου. Στις τελευταίες εκλογές, λοιπόν, το κομβικό στοιχείο ήταν η αποχή του κόσμου της αριστεράς, όχι η διεύρυνση της επιρροής της δεξιάς. Αυτός ο προοδευτικός κόσμος, ο οποίος, αθροιστικά, ήταν κοινωνικά πλειοψηφικός σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις εκτός από τις πρόσφατες, πρέπει να πειστεί ότι υπάρχει εναλλακτική κυβερνητική επιλογή στο σύστημα Μητσοτάκη των υποκλοπών, των αδιαφανών συναλλαγών και της υποβάθμισης του κράτους δικαίου. Μετά τις ευρωεκλογές αποτελεί κοινό χρέος όλων των προοδευτικών δυνάμεων να εργαστούν προς την κατεύθυνση αυτή.
(Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Ανεξάρτητος Εμπειρογνώμονας Ηνωμένων Εθνών)