Η ΓΣΕΕ από την πρώτη στιγμή έχει αποτυπώσει μία ξεκάθαρη θέση για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, η οποία περιλαμβάνει την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 908€, σε επίπεδα δηλαδή που καλύπτουν το κόστος διαβίωσης, καθώς και την ενίσχυση των διαπραγματευτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Η επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και του προσδιορισμού του κατώτατου μισθού από εργοδότες και εργαζόμενους καθώς και της σύναψης δίκαιων και ισορροπημένων συλλογικών συμβάσεων, αποτελεί προτεραιότητα για τη Συνομοσπονδία.
Στο σύγχρονο κόσμο, η απληστία των κερδών πυροδοτεί την ακρίβεια και την αυξημένη πίεση στην οικονομία. Το «ράλι» για αύξηση των κερδών οδηγεί σε αυξήσεις των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, επηρεάζοντας άμεσα τη διαβίωση των πολιτών. Ταυτόχρονα, η ανάγκη αύξησης των μισθών των εργαζομένων αποτελεί ουσιαστικό μέτρο για την αντιμετώπιση της κρίσης διαβίωσης και τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου.
Δεν γίνεται να ανακοινώνονται αυξήσεις στον κατώτατο μισθό που είναι αναντίστοιχες με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων. Η απληστία κερδών οδηγεί σε εκμετάλλευση των εργαζομένων, περικοπές στα κοινωνικά προνόμια και αύξηση του κόστους ζωής για τους πολίτες. Η ανεπαρκής αύξηση των μισθών σε σχέση με το κόστος ζωής και οι ασταθείς εργασιακές συνθήκες συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κλίματος οικονομικής ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Οι εργαζόμενοι βρίσκονται συχνά σε θέση όπου αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κάλυψη των βασικών τους αναγκών, όπως στέγαση, τροφή και ιατρική περίθαλψη. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η δύσκολη κατάσταση, είναι απαραίτητο να γίνουν αυξήσεις στους μισθούς των εργαζομένων που θα αντικατοπτρίζουν το πραγματικό κόστος διαβίωσης. Αυτό δεν αφορά μόνο στη δικαιοσύνη και στην αξιοπρέπεια των εργαζομένων, αλλά και στη συνολική οικονομία. Η αύξηση των μισθών δίνει στους εργαζομένους τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν το κόστος ζωής και να συμβάλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας μέσω της αύξησης της καταναλωτικής τους δύναμης.
Η αντιμετώπιση της απληστίας των κερδών και η ανάγκη αύξησης των μισθών απαιτεί συλλογική προσπάθεια και διάλογο μεταξύ κυβέρνησης, εργοδοτών και εργαζομένων. Μόνο μέσω της συνεργασίας και της κοινής κατανόησης μπορούμε να βρούμε βιώσιμες λύσεις που θα ικανοποιούν τις ανάγκες της κοινωνίας και θα προάγουν την οικονομική ευημερία για όλους.
Οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι ουσιαστικά ένα θεμελιώδες ζήτημα δημοκρατικής λειτουργίας. Αποτελούν έναν τρόπο για τους εργαζόμενους και τους εργοδότες να συναντηθούν και να διαπραγματευτούν ελεύθερα για τις συνθήκες εργασίας, τους μισθούς, τα κοινωνικά προνόμια και άλλα σημαντικά θέματα που επηρεάζουν τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις. Η δημοκρατική λειτουργία εκδηλώνεται στο γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές διεξάγονται μεταξύ ισότιμων εταίρων, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις ή πίεση. Και οι δύο πλευρές έχουν το δικαίωμα να προβάλουν τις απόψεις τους, να ανταλλάξουν πληροφορίες και να φτάσουν σε συμφωνία μέσω διαπραγματεύσεων. Η διαδικασία αυτή είναι σημαντική για την ενίσχυση της δημοκρατίας στον εργασιακό τομέα, καθώς επιτρέπει στους εργαζόμενους να έχουν φωνή στις αποφάσεις που τους αφορούν άμεσα. Επιπλέον, προάγει τη δικαιοσύνη και την ισότητα στον χώρο εργασίας, καθώς οι συμφωνίες που επιτυγχάνονται αποτελούν το αποτέλεσμα της συναίνεσης και της συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών.
Οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι αυτές που μπορούν να οδηγήσουν σε βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της ποιότητας ζωής των εργαζομένων, καθώς οι συμφωνίες που επιτυγχάνονται μπορεί να περιλαμβάνουν αυξήσεις μισθών, βελτιωμένες εργασιακές συνθήκες, και άλλα κοινωνικά προνόμια. Με αυτό τον τρόπο, οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις συμβάλλουν τόσο στη δημοκρατική λειτουργία όσο και στην κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη.
(Ο Δημήτρης Καραγεωργόπουλος είναι μέλος του προεδρείου της ΓΣΕΕ)