Συχνά μνημονεύεται η φράση του Wilson: «το επάγγελμα το οποίο διάλεξα ήταν η πολιτική. Το επάγγελμα στο οποίο μπήκα ήταν τα νομικά. Μπήκα σε αυτό γιατί πίστευα ότι θα με οδηγήσει στο πρώτο». Η επιλογή των δημοσιογράφων στα ψηφοδέλτια των προσεχών ευρωεκλογών μας οδηγεί να σκεφτούμε διαφορετικά την παραπάνω ρήση. Άλλωστε η νομική και η δημοσιογραφία, μεταξύ άλλων, θεωρούνται «επαγγέλματα πολιτικής ώθησης ή διευκόλυνσης» με χαρακτηριστικά τις κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες, την πρόσβαση σε πολιτικά και κοινωνικά δίκτυα και την ευελιξία σε χρήματα και χρόνο που μπορούν να δαπανηθούν.
Το ερώτημα είναι εάν η επιλογή των δημοσιογράφων (αλλά και άλλων επαγγελμάτων ορατότητας) δημιουργεί νέα δεδομένα ως προς τα κριτήρια επιλογής των υποψηφίων. Οι παρατηρήσεις μας αφορούν το χρονικό βάθος του φαινομένου και το μέλλον του.
Από τις πρώτες ευρωεκλογές του 1981 η επαγγελματική κατηγορία των δημοσιογράφων έχει σταθερή παρουσία στην Ευρωβουλή. Την εποχή των ευρωεκλογών της λίστας (1981-2014) οι δημοσιογράφοι αντιπροσωπεύουν το 29% των εκλεγμένων (7 στους 24 το 1984), το 24% (6 στους 25 το 1994), 12.5% το 2004, ενώ από το 2014 που οι ευρωεκλογές θα διεξαχθούν με σταυρό προτίμησης εκλέγονται σε ποσοστό 14% το 2014 και 19% το 2019. Οι δημοσιογράφοι συναγωνίζονται, πλέον, επαγγέλματα που παραδοσιακά υπερέχουν στην ελληνική Βουλή, όπως οι δικηγόροι. Από 3% στις εκλογές του 1989, αποτελούν πλέον το 10% —το υψηλότερο ποσοστό που έχουν καταγράψει— στις εκλογές του 2019 όταν ξεπερνούν σε αριθμό τα μέλη ΔΕΠ, τους μηχανικούς και οικονομολόγους. Οι δημοσιογράφοι μετακινήθηκαν από την έκτη θέση μεταξύ των κυρίαρχων επαγγελμάτων στην ελληνική Βουλή κατά την περίοδο 1989–1996, στην πέμπτη θέση (1996–2009) και στη συνέχεια στην τρίτη θέση (2012–2019), δείχνοντας ότι είναι η πιο ανοδική επαγγελματική κατηγορία της Βουλής.
Οι δημοσιογράφοι που στελεχώνουν τα ψηφοδέλτια έχουν διαφορετικές πορείες στο πέρασμα από τη δημοσιογραφία στην πολιτική. Μία ομάδα είναι οι «εφημεριδάδες» όπως οι διευθυντές ιστορικών εφημερίδων της Αριστεράς (Γρ. Γιάνναρος, Ν. Φίλης, Κ. Φιλίνης), της συντηρητικής παράταξης (Π. Λαμπρίας, Κ. Δασκαλάκη διευθυντές της Μεσημβρινής, Γ. Μαρίνος, διευθυντής Οικονομικού ταχυδρόμου, Γ. Κύρτσος του Ελ. Τύπου). Η πολυπληθέστερη ομάδα είναι οι δημοσιογράφοι των μεγάλων εφημερίδων και τηλεοπτικών σταθμών (όπως οι Ν. Ξυδάκης, Π. Ευθυμίου, Θ. Ρουσσόπουλος, Π. Παναγιωτόπουλος, Λ. Κανέλλη). Υπάρχουν τέλος, οι περιπτώσεις δημοσιογράφων που έγιναν αρχηγοί πολιτικών κομμάτων (ΛΑΟΣ, το Ποτάμι).
Παρά το χρονικό βάθος των περιστρεφόμενων πορτών μεταξύ πολιτικής και δημοσιογραφίας, η αναγνωρισιμότητα, η φήμη, η δημόσια επιρροή μέσω ορατότητας γίνονται όλο και περισσότερο στοιχεία καθοριστικά της πολιτικής καριέρας σε σημείο που να ανταγωνίζονται «κλασικές» παραμέτρους επιλογής και εκλογής, όπως η εκπαίδευση, το επάγγελμα και η κομματική προϋπηρεσία. Δημιουργούνται, πλέον, σταθερές που ήρθαν για να μείνουν στα ψηφοδέλτια παγιώνοντας μία νέα εκδοχή πολιτικού κεφαλαίου, ενώ ο πολιτικός ανταγωνισμός μετατοπίζεται, ακόμα περισσότερο, σε πεδία που διαμορφώνονται εκτός κομματικών μηχανισμών.
(Η Φανή Μ. Κουντούρη είναι Αναπλ. Καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο -Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Το Βήμα" της Κυριακής)