Δημοσιεύτηκαν πριν από μερικές ημέρες τα στοιχεία του συστήματος «ΗΛΙΟΣ» για το μήνα Μάρτιο. Πρόκειται για το σύστημα που «ακτινογραφεί» την κατάσταση των συντάξεων και δίνει χρήσιμες πληροφορίες για το επίπεδο διαβίωσης 2.581.000 συνταξιούχων στην Ελλάδα.
Παρά τις αυξήσεις που δόθηκαν τα δυο τελευταία χρόνια (κατά 7,5% και 3% με βάση το ν.4670/2020) τα στοιχεία μαρτυρούν, ότι οι συνταξιούχοι στην Ελλάδα λαμβάνουν «συντάξεις πείνας».
Πάνω από το 60% του συνόλου των κύριων συντάξεων εξακολουθούν να κινούνται κάτω από 1.000 ευρώ, με τα νοικοκυριά στην πλειοψηφία των συνταξιούχων να προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το κύμα ακρίβειας.
Η μέση κύρια σύνταξη υπολογίστηκε στα 818,68 ευρώ μεικτά, ενώ σημαντική είναι η διαφορά των νέων συντάξεων στον ιδιωτικό τομέα που ανέρχονται κατά μέσο όρο στα 750 ευρώ.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι επικουρικές συντάξεις. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών, (πάνω από 43%) αποφέρουν μηνιαίο εισόδημα που κυμαίνεται από 100 έως 200 ευρώ.
Πρόκειται για μεικτά ποσά, που μετά την παρακράτηση του κλάδου ασθένειας και του αντίστοιχου φόρου, μειώνονται σε σημαντικό βαθμό.
Περίπου 500.000 συνταξιούχοι λαμβάνουν σύνταξη μέχρι 500 ευρώ, δηλαδή συντάξεις που είναι κάτω από το επίσημο όριο της απόλυτης φτώχειας.
Όλα τα παραπάνω επιδεινώνονται ακόμα περισσότερο από την προοπτική που επιφυλάσσει ο «νόμος Βρούτση»(ν.4670/2020) ο οποίος με βάση τον γνωστό μαθηματικό τύπο (ΑΕΠ + ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ : 2) προβλέπει αυξήσεις που υπολείπονται του τιμάριθμου. Αυτό έχει ως συνέπεια εκατομμύρια συνταξιούχοι που αντιμετωπίζουν το τεράστιο πρόβλημα της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας, αντί να βλέπουν αυξήσεις να αντιμετωπίζουν συρρίκνωση εισοδήματος.
Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εδώ. Από το 2025 θα υπάρξει αλλαγή στον τρόπο αναπροσαρμογής των συνταξίμων αποδοχών για όσους επιλέξουν να υποβάλλουν αιτήσεις συνταξιοδότησης, καθώς θα λαμβάνεται ως δείκτης αναφοράς η μεταβολή των μισθών. Στο υπουργείο Εργασίας έχει συγκροτηθεί Επιτροπή, η οποία θα συνεργαστεί με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛΣΤΑΤ) για τον καθορισμό του συγκεκριμένου δείκτη.
Και κάπου εδώ αρχίζει να περιπλέκεται η κατάσταση. Ο δείκτης θα λαμβάνει υπόψη τη μεταβολή των μισθών από το 2002 και μετά. Με βάση το αποτέλεσμα που θα προκύπτει, θα καθορίζεται εάν οι νέες συντάξεις θα είναι υψηλότερες ή χαμηλότερες από τις τωρινές. Ανάλογες επιπτώσεις θα έχουν οι αλλαγές και στις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών.
Τα σενάρια που κυριαρχούν είναι δύο:
Είτε το Υπουργείο Εργασίας θα επιλέξει να αποτυπώσει το δείκτη μεταβολής μισθών με βάση το μέσο όρο της διακύμανσης των μισθών από το 2002 μέχρι σήμερα, είτε θα υπολογίστει ο τύπος με την υφιστάμενη μορφή έως το 2024 και με την νέα μέθοδο, από το 2025 και μετά. Η διαφορά μεταξύ των δύο επιλογών είναι σημαντική. Στο πρώτο σενάριο, οι χαμηλές αποδοχές των μνημονιακών χρόνων θα επηρεάσουν τον δείκτη προς τα κάτω με αποτέλεσμα οι νέες συντάξεις, να είναι αρκετά χαμηλές. Στο δεύτερο σενάριο οι επιπτώσεις για τα επόμενα χρόνια θα είναι μηδαμινές και δεν θα επηρεαστούν σημαντικά οι νέες συντάξεις, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Αυτό ουσιαστικά θα είναι και το αντικείμενο εργασιών της επιτροπής που σύστησε το Υπουργείο Εργασίας.
Το τελικό βεβαίως συμπέρασμα δεν αλλάζει. Είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, οι μελλοντικοί συνταξιούχοι θα συνεχίσουν να λαμβάνουν αυξήσεις στις συντάξεις που θα υπολείπονται του πληθωρισμού όσο αυτός παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Αν αναλογιστεί κανείς ότι ο πληθωρισμός τροφίμων (που επηρεάζει κατά κόρον χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους) τρέχει με ρυθμούς άνω του 5% αντιλαμβάνεται ποιες είναι οι επιπτώσεις σε ανθρώπους που εργάστηκαν για 30 και 40 χρόνια και δεν μπορούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Οποιαδήποτε συζήτηση για το μέλλον των συντάξεων οφείλει συνεπώς να συνοδεύεται από την τουλάχιστον τιμαριθμητική αναπροσαρμογή των αυξήσεων στις συντάξεις και να λαμβάνει άμεσα(13η και 14η σύνταξη) και έμμεσα μέτρα (φοροελαφρύνσεις, πάταξη ακρίβειας και αισχροκέρδειας, παροχές υγείας) που θα οδηγήσουν σε ενίσχυση εισοδήματος. Σε διαφορετική περίπτωση οι συνταξιούχοι θα είναι αιώνια φτωχοί και πολλαπλώς χαμένοι.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος - Εργατολόγος)