Κοκορέτσι, το έδεσμα που δεν λείπει από κανένα ελληνικό πασχαλινό τραπέζι. Εκτός από την ελληνική κουζίνα, όμως, συναντάται και σε βαλκανικά κράτη, στην Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν.
Ποια είναι η ιστορία του; Ενα πιάτο πανομοιότυπο με το σύγχρονο κοκορέτσι επιβεβαιώνεται για πρώτη φορά στη κουζίνα των Βυζαντινών, το έλεγαν πλεκτήν, κοιλιόχορδα, και χορδόκοιλα.
Η σχετική τουρκική λέξη kokoreç επιβεβαιώθηκε για πρώτη φορά το 1920 στο διήγημα Lokanta Esrarı από τον Τούρκο συγγραφέα Ομέρ Σεϊφετίν. Ο συγκεκριμένος συγγραφέας έγραψε ότι η πρώτη φορά που άκουσε για το kokoreç ήταν όταν του παρουσιάστηκε ως σπεσιαλιτέ ενός Αθηναίου που εργαζόταν σε εστιατόριο της Κωνσταντινούπολης. Περιγράφηκε ως ένα ελληνικό πιάτο φτιαγμένο από λεπτά έντερα.
Η τουρκική λέξη προέρχεται από την ελληνική «κοκορέτσι».
Άλλα ονόματα που απαντώνται σε μεσαιωνικά κείμενα, σύμφωνα με το wikipedia, είναι «γαρδούμιον» και «γαρδούμενον», από τα οποία προέρχονται οι λέξεις «γαρδούμπα» και «γαρδουμπάκια», ως εναλλακτικές ονομασίες για μια μικρότερη εκδοχή του κοκορετσιού στην Ελλάδα.
Το μεσαιωνικό ελληνικό «γαρδούμιον» με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό caldumen, εκ του caldus ή calidus που σημαίνει ζεστό ή καυτό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το «γαρδούμιο» και η «πλεκτή», δηλαδή η γαρδούμπα και το κοκορέτσι, αναφέρονται ακόμα και στα ομηρικά έπη...