Η συζήτηση του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, έδειξε για ακόμη μία φορά ένα από τα αδιέξοδα της τρέχουσας κοινοβουλευτικής διαδικασίας: η κυβέρνηση αγνόησε όλα τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης και δεν απάντησε σε καμία από τις τεκμηριωμένες κριτικές των κομμάτων, των επιστημονικών και συνδικαλιστικών φορέων.
Ανακύπτει εύλογα το ερώτημα: ποιο είναι ακριβώς το νόημα αυτών των συζητήσεων, του τεράστιου αριθμού των ωρών που καταναλώνονται χωρίς να υπάρξει καμία απολύτως συγκεκριμένη απάντηση από την κυβέρνηση και καμία απολύτως σύνθεση;
Ας δούμε κάποια παραδείγματα.
“Αν το νομοσχέδιο είναι αντισυνταγματικό, ας αλλάξουμε κάποια στιγμή το Σύνταγμα”
Ούτε ο Υπουργός ούτε και τα μέλη της ΝΔ θέλησαν ή μπόρεσαν να υπερασπιστούν την συνταγματικότητα του νομοσχεδίου. Η κατηγορία ότι το νομοσχέδιο παραβιάζει το Σύνταγμα, θεωρήθηκε ότι δεν τους αφορά. Δήλωσαν ευθαρσώς ότι διάβασαν ή πληροφορήθηκαν πως κυκλοφορούν κάποιες ερμηνείες που θεωρούν πως το Σύνταγμα επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και τις υιοθέτησαν! Ανακοίνωσαν, δε, πως δεν είναι έργο της Επιτροπής να συζητήσει την συνταγματικότητα και, εν πάση περιπτώσει, δεν αφορά αυτό την Επιτροπή παρά μόνον την Ολομέλεια.
Πού αλλού γίνεται μία κριτική ότι ένα νομοσχέδιο παραβιάζει το Σύνταγμα και οι αρμόδιοι Υπουργοί σφυρίζουν αδιάφορα; Το εξ’ίσου προκλητικό στοιχείο είναι πως ο Υπουργός και οι βουλευτές της ΝΔ, αντί να απαντήσουν επί της ουσίας δήλωναν πως το Σύνταγμα είναι αναχρονιστικό και η ΝΔ θα το αλλάξει. Μα αν το Άρθρο 16 επιτρέπει, κατά τη ΝΔ, την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, γιατί επιμένουν πως πρέπει να αλλάξει;
Αυξάνεται το ποσό, αλλά μειώνεται η χρηματοδότηση
Μία άλλη αποπροσανατολιστική δήλωση της κυβέρνησης είναι ο ισχυρισμός της πως αυξάνει τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων. Όντως, σε απόλυτους αριθμούς η κυβέρνηση αύξησε τη χρηματοδότηση. Αν, όμως, συνυπολογίσει κανείς τον πληθωρισμό, τις αυξήσεις στα τιμολόγια του ρεύματος και αερίου, όπως και την γενικότερη ακρίβεια σε διάφορα ήδη που χρειάζονται τα πανεπιστήμια για να μπορούν να εξασφαλίσουν μία στοιχειώδη λειτουργία, η χρηματοδότηση είναι μειωμένη και όχι αυξημένη. Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια αυξάνονται οι αίθουσες στα πανεπιστήμια όπου δεν υπάρχει θέρμανση και όλοι στη διάρκεια των μαθημάτων είναι με παλτό και μπουφάν, ελπίζω να μην εκληφθεί ως ένα παράδειγμα λαϊκίστικου λόγου. Και δυστυχώς δεν είναι το μόνο παράδειγμα.
Αντί να απαντήσει ότι μειώνεται η χρηματοδότηση, η κυβέρνηση επιμένει ότι θα δοθούν στα πανεπιστήμια 1 δισ ευρώ. Είναι χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης και σχεδόν το σύνολο είναι για κτιριακές και εργαστηριακές υποδομές. Θετική η πρόθεση της, αλλά η γραφειοκρατία και η διαπλοκή θα είναι τέτοια, που αν ποτέ φανούν τα αποτελέσματα αυτής της επένδυσης δεν θα είναι πριν περάσουν οκτώ με δέκα χρόνια. Το οικονομικό αδιέξοδο των δημοσίων πανεπιστήμιων δεν αντιμετωπίζεται με γενικές υποσχέσεις. Λύνεται με άμεση χρηματοδότηση ώστε να μηδενιστούν τα χρέη και να αντιμετωπιστούν οι ανελαστικές ανάγκες, με μεσοπρόθεσμο προγραμματισμό που θα θέσει τις αναπτυξιακές προϋποθέσεις και με μακροπρόθεσμο προγραμματισμό που θα υλοποιεί τους αναπτυξιακούς στόχους του κάθε πανεπιστημίου.
Οι αριθμοί που δεν μας ευνοούν, απλά δεν υπάρχουν
Το άλλο ντροπιαστικό για την κυβέρνηση στοιχείο στη διάρκεια των συζητήσεων στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, ήταν η απόλυτη σιωπή για διορισμούς νέων καθηγητών. Σχεδόν το σύνολο της αντιπολίτευσης ανέφερε πως με βάση τα στοιχεία της ίδιας της κυβέρνησης αλλά και των διεθνών οργανισμών, είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη στην αναλογία καθηγητών προς φοιτητές. Ο Υπουργός και οι οι βουλευτές της ΝΔ, σαν να μην άκουγαν τα συγκεκριμένα στοιχεία, συνέχιζαν να διαλαλούν πως το πρώτιστο μέλημα τους είναι η ενίσχυση του δημοσίου πανεπιστημίου και πως το νομοσχέδιο έχει, συγκριτικά με τα άλλα θέματα, τον μεγαλύτερο αριθμό άρθρων που αφορούν στα δημόσια πανεπιστήμια.
Και όντως έτσι είναι, αλλά τι σημαίνει αυτό; Ότι επειδή υπάρχουν περισσότερα άρθρα αυτό δείχνει και την μέριμνα της κυβέρνησης για τα δημόσια πανεπιστήμια; Και σε αυτό το θέμα πάλι με πονηριές πορεύεται η κυβέρνηση: η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των άρθρων αποτελούν γραφειοκρατικές ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να επιλυθούν από τους εσωτερικούς κανονισμούς των πανεπιστημίων. Εκτός από τρεις ρυθμίσεις που υπονομεύουν τα δημόσια πανεπιστήμια.
Η πρώτη είναι η καθιέρωση για πρώτη φορά (και αυτό σε παραβίαση του Συντάγματος) διδάκτρων για μία κατηγορία φοιτητών του εξωτερικού που θα εγγράφονται σε προγράμματα όπου τα μαθήματα διδάσκονται στα ελληνικά (για όσα διδάσκονται στα αγγλικά είχε φροντίσει η κ.Κεραμέως).
Η δεύτερη είναι η ενίσχυση των εξουσιών των μονοπρόσωπων οργάνων, άρα η περεταίρω υποβάθμιση των δημοκρατικών λειτουργιών στα πανεπιστήμια κάτι που ούτε η προκάτοχος του Υπουργού δεν τόλμησε να κάνει.
Η τρίτη είναι ο ακόμη πιο ασφυκτικός έλεγχος της χρηματοδότησης από την Αρχή Πιστοποίησης.
Αν αυτές οι ρυθμίσεις εκφράζουν την φροντίδα της κυβέρνησης για τα δημόσια πανεπιστήμια, αναρωτιέται κανείς τι θα γινόταν αν δεν ενδιαφερόταν για το (καλό) μέλλον των πανεπιστημίων.
Άλλα αντί άλλων
Τα παραπάνω αποτελούν μία ένδειξη της πλήρους απαξίωσης από πλευράς κυβέρνησης της κριτικής που της έγινε στη διάρκεια των συζητήσεων στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής.
Καταγγέλλεται η Κυβέρνηση ότι παραβιάζει το Σύνταγμα και απαντάει πως είναι αναχρονιστικό και θα το αλλάξει στο μέλλον.
Καταγγέλλεται η κυβέρνηση ότι η αύξηση χρηματοδότησης που επικαλείται είναι πλασματική γιατί δεν παίρνει υπόψη την αύξηση των ανελαστικών δαπανών των πανεπιστημίων, και η απάντηση της είναι πως τα πανεπιστήμια θα λάβουν 1 δισ στο μέλλον για περισσότερα κτίρια.
Καταγγέλλεται η κυβέρνηση ότι δεν είπε τίποτα απολύτως για την ενίσχυση του διδακτικού προσωπικού μήπως και πλησιάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και η απάντηση της είναι πως με την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα έρθουν στην Ελλάδα καθηγητές από το εξωτερικό.
Στα απλά ελληνικά αυτό μάλλον ονομάζεται περιφρόνηση. Περιφρόνηση της κυβέρνησης προς την αντιπολίτευση. Μπορεί σε κάποιους κύκλους να ονομάζεται και μαγκιά.
Η υπονόμευση, όμως, των θεσμών η οποία συντελείται τόσο συστηματικά, γίνεται πια επικίνδυνη.
Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Υπουργός Παιδείας