Στην πρώτη του είδους της κλινική δοκιμή με την ονομασία BRILLIANCE, τα 11 από τα 14 άτομα που έλαβαν γονιδιακή θεραπεία είχαν μετρήσιμες βελτιώσεις σε τουλάχιστον ένα βασικό τεστ όρασης, ενώ 6 άτομα παρουσίασαν βελτίωση σε δύο ή περισσότερους δείκτες.
Τα ευρήματα της μελέτης ερευνητών της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ στο Mass Eye and Ear αναφέρονται στο New England Journal of Medicine .
Και οι 14 συμμετέχοντες είχαν μια μορφή συγγενούς αμαύρωσης του Leber (Leber congenital amaurosis, LCA), μιας κληρονομικής διαταραχής του αμφιβληστροειδούς που είναι μια από τις πιο κοινές αιτίες απώλειας όρασης στην παιδική ηλικία, η οποία.σχετίζεται με μεταλλάξεις στο γονίδιο CEP290.
Οι μεταλλάξεις προκαλούν τη λανθασμένη λειτουργία των φωτοϋποδοχέων ραβδίων και κωνίων στον αμφιβληστροειδή, γεγονός που, με την πάροδο του χρόνου, οδηγεί σε μη αναστρέψιμη απώλεια όρασης.
Οι ερευνητές το προσομοιάζουν με ένα μικρό τμήμα ενός κινητήρα που χαλάει, κάτι που τελικά προκαλεί δυσλειτουργία ολόκληρου του κινητήρα.
Η επεξεργασία γονιδίων CRISPR-Cas9 (γνωστή και ως μοριακό ψαλίδι) χρησιμοποιεί μόρια RNA-οδηγούς που λειτουργούν ως ένα είδος GPS για να φέρουν το ένζυμο Cas9 σε μια στοχευμένη θέση στο γονιδίωμα.
Στη συνέχεια, το Cas9 κόβει το γονιδίωμα, επιτρέποντας στον φυσικό γενετικό μηχανισμό του κυττάρου να διαγράψει ανεπιθύμητες μεταλλάξεις ή να επιδιορθώσει γονίδια που δυσλειτουργούν.
Για τη δοκιμή BRILLIANCE η φαρμακευτική Editas Medicine ανέπτυξε το μόριο EDIT-101, το οποίο χρησιμοποιεί δύο RNA-οδηγούς για να πλαισιώσει μια μεταλλαγή στο CEP290, επιτρέποντας την αφαίρεσή της και την αποκατάσταση της λειτουργίας του γονιδίου.
Σε αυτήν τη δοκιμή, ο στόχος ήταν να εγχυθεί το φάρμακο CRISPR (EDIT-101) που θα μπορούσε να φτάσει στον αμφιβληστροειδή και να αποκαταστήσει τη λειτουργία του βασικού γονιδίου και της πρωτεΐνης που επιτρέπει στα κύτταρα που ανιχνεύουν το φως να λειτουργούν σωστά σε άτομα με LCA.
Και οι 14 συμμετέχοντες στη δοκιμή, συμπεριλαμβανομένων 12 ενηλίκων (ηλικίας 17 έως 63 ετών) και δύο παιδιών (ηλικίας 10 και 14 ετών), έλαβαν μία μόνο ένεση του φαρμάκου επεξεργασίας γονιδίων EDIT-101 που σχεδιάστηκε για την αποκατάσταση του CEP290 στο ένα μάτι.
Το πρώτο άτομο που έλαβε θεραπεία CRISPR μέσα στο σώμα (in vivo) ήταν ένας ασθενής στο Casey Eye Institute του πανεπιστημίου του Όρεγκον. Η διαδικασία πραγματοποιήθηκε με επικεφαλής τον συν-συγγραφέα της μελέτης Mark Pennesi.
Δύο ενήλικες έλαβαν θεραπεία χαμηλής δόσης, πέντε έλαβαν μεσαία δόση και άλλοι πέντε έλαβαν θεραπεία υψηλής δόσης. Δύο παιδιά, που νοσηλεύτηκαν στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο της Φιλαδέλφειας υπό την επίβλεψη του συν-συγγραφέα της μελέτης Tomas Aleman, έλαβαν θεραπεία μέσης δόσης.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθούνταν κάθε τρεις μήνες για ένα χρόνο και στη συνέχεια λιγότερο συχνά για δύο επιπλέον χρόνια.
Για να προσδιορίσουν εάν η θεραπεία λειτούργησε, οι ερευνητές εξέτασαν την οπτική οξύτητα, το γνωστό τεστ όρασης με τα μικρότερα γράμματα που μπορεί να δει ένα άτομο χρησιμοποιώντας διορθωτικούς φακούς, μια προσαρμοσμένη στο σκοτάδι δοκιμή ερεθίσματος πλήρους πεδίου, η οποία χρησιμοποιεί λάμψεις φωτός για τη μέτρηση της ευαισθησίας του αμφιβληστροειδούς, την πλοήγηση οπτικών λειτουργιών, που γίνεται με τους συμμετέχοντες να ολοκληρώσουν έναν λαβύρινθο σε διάφορα επίπεδα φωτός, και την ποιότητα ζωής που σχετίζεται με την όραση, η οποία αξιολογεί την ικανότητα ενός ατόμου να ολοκληρώσει τις καθημερινές του δραστηριότητες.
Έντεκα συμμετέχοντες (79%) σημείωσαν βελτιώσεις σε τουλάχιστον ένα από αυτά τα αποτελέσματα, έξι (43%) σημείωσαν βελτιώσεις σε δύο ή σε περισσότερα, 6 συμμετέχοντες, (43%,) ανέφεραν βελτιωμένη ποιότητα ζωής που σχετίζεται με την όραση, ενώ 4 συμμετέχοντες (29%) είχαν κλινικά σημαντική βελτίωση στην οπτική οξύτητα ή στην αναγνώριση αντικειμένων ή γραμμάτων.
Τα παιδιά σε αυτή τη μελέτη, τα πρώτα που γεννήθηκαν τυφλά και υποβλήθηκαν σε θεραπεία με γονιδιακή επεξεργασία, παρουσίασαν αξιοσημείωτη βελτίωση. Επίσης, δεν υπήρξαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που να σχετίζονται με τη θεραπεία.
Οι περισσότερες ήταν ήπιες ή μέτριες και έκτοτε όλες έχουν αντιμετωπιστεί.
Ο κύριος στόχος της μελέτης ήταν να διερευνηθεί εάν η εν λόγω προσέγγιση ήταν ασφαλής και πόσο καλά θα λειτουργούσε πριν προχωρήσει περαιτέρω.
Υπό το φως των ενθαρρυντικών αποτελεσμάτων, της απουσίας επιβλαβών παρενεργειών και των αξιοσημείωτων βελτιώσεων των συμμετεχόντων, αυτή η στρατηγική θα πρέπει να εφαρμοστεί σε μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές για την κληρονομική τύφλωση, εκτιμά η ερευνητική ομάδα.
«Αυτή η έρευνα δείχνει ότι η γονιδιακή θεραπεία CRISPR για την κληρονομική απώλεια όρασης αξίζει να συνεχιστεί σε έρευνες και σε κλινικές δοκιμές», δήλωσε ο κύριος ερευνητής της μελέτης Eric Pierc, William F. Chatlos καθηγητής Οφθαλμολογίας και διευθυντής του Ocular Genomics Institute στο Τμήμα Οφθαλμολογίας στο Mass Eye and Ear στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ.
Ο Pierce σημείωσε επίσης ότι αν και χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να δούν ποιοι ασθενείς μπορούν να ωφεληθούν περισσότερο από τη θεραπεία και για να βαθμονομηθεί η πιο αποτελεσματική δόση, τα πρώιμα αποτελέσματα είναι πολλά υποσχόμενα και μπορούν να ανοίξουν το δρόμο για θεραπείες με βάση το CRISPR και για άλλες μορφές γενετικής τύφλωσης.
Η υπόσχεση του CRISPR ως θεραπείας για μια σειρά από σοβαρές, ανίατες ασθένειες είναι τεράστια, αλλά η τεχνική είναι ακόμα πολύ νέα.
Μέχρι στιγμής, μόνο περίπου 250 άνθρωποι παγκοσμίως έχουν λάβει οποιοδήποτε είδος πειραματικών θεραπειών με βάση το CRISPR για οποιαδήποτε ασθένεια, δήλωσε η Νομπελίστρια και πρωτοπόρος του CRISPR Jennifer Doudna κατά τη διάρκεια πρόσφατης διάλεξης στο Χάρβαρντ.